πυκνοκατοικούμαι

πυκνοκατοικούμαι
-έομαι, Ν
1. (για περιοχή) έχω πολύ πληθυσμό αναλογικά με την έκταση μου
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πυκνοκατοικημένος, -η, -ο
αυτός που έχει πυκνό πληθυσμό, πυκνοκατοίκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κατοικούμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυκνοκατοικούμαι — ποικνοκατοικήθηκα, πυκνοκατοικημένος, έχω πολύ πληθυσμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπολίζω — (Μ) 1. κτίζω πολλές πόλεις, γεμίζω με πόλεις 2. παθ. καταπολίζομαι (για χώρα) πυκνοκατοικούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πολίζω «κτίζω πόλη» (< πόλις)] …   Dictionary of Greek

  • πυκνοκατοίκητος — η, ο, Ν πυκνοκατοικημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνοκατοικούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”