- πυκνοκατοικούμαι
- -έομαι, Ν1. (για περιοχή) έχω πολύ πληθυσμό αναλογικά με την έκταση μου2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πυκνοκατοικημένος, -η, -οαυτός που έχει πυκνό πληθυσμό, πυκνοκατοίκητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κατοικούμαι].
Dictionary of Greek. 2013.